τρίκτοινοι

τρίκτοινοι
οἱ, Α
ονομασία μιας εταιρείας στη Ρόδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + κτοίνα, υποδιαίρεση τής φυλής, συνήθως στη Ρόδο, αντίστοιχη προς τους δήμους τής Αττικής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”